- ευπορώ
- -έω (ΑΜ εὐπορῶ) [εύπορος]είμαι εύπορος, έχω αρκετούς πόρους, έχω οικονομική άνεσημσν.-αρχ.1. έχω τη δυνατότητα, είμαι ικανός να... (α. «οὐκ εὐπορῶ καταλεπτῶς γράφειν σοι» β. «εὐπορῶ ὅ, τι λέγω» — έχω πάρα πολλά να πωγ. «τοῡτο εὐπορῶ» — έχω έτοιμη την απάντηση)2. έχω, μπορώ να βρω εύκολα (α. «ἕτεροι δὲ οὐδὲ ἐξ αὐτῶν εὐποροῡσαν» β. «εὐπορῶ σίτων, χρημάτων κ.λπ.»)αρχ.1. επιτυγχάνω κάτι2. διαρκώ, διατηρούμαι με επιτυχία («ὅθεν ὁ πόλεμος εὐπορεῑ», Θουκ.)3. παρέχω, χορηγώ («εὐπορῶ δέκα μνᾱς τινι»)4. (ως φιλοσοφ. όρος) έχω λύσει τις απορίες μου, έχω σαφή γνώση κάποιου θέματος.
Dictionary of Greek. 2013.